- ἀταξίας
- ἀταξίᾱς , ἀταξίαindisciplinefem acc plἀταξίᾱς , ἀταξίαindisciplinefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безчиниѥ — БЕЗЧИНИ|Ѥ (71), ˫А с. Нарушение порядка; бесчинство: рече ибо ногама болѣзнь и гла||вьна˫а болѣзнь. и очима вредъ пища творить. тако и старость безъ врѣмене приводить. и чювьство обоуродить. помрачаѥть помыслъ. и слѣпа творить оума ˫асно видща… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εντροπία — Θερμοδυναμικό μέγεθος. Μεταφράζει σε μαθηματική μορφή τις συνέπειες του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο η ολοκληρωτική μετατροπή της θερμότητας σε μηχανικό έργο είναι αδύνατη. Από τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις, βασισμένες… … Dictionary of Greek
χάος — Είναι η αντίληψη για τα πρωταρχικά στοιχεία, που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Για τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, και τους Εβραίους, το πρωταρχικό στοιχείο είναι το νερό. Πραγματικά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή… … Dictionary of Greek
χαός — Είναι η αντίληψη για τα πρωταρχικά στοιχεία, που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Για τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, και τους Εβραίους, το πρωταρχικό στοιχείο είναι το νερό. Πραγματικά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή… … Dictionary of Greek
γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… … Dictionary of Greek
безчиньныи — (53) пр. Нарушающий порядок; бесчинный, неподобающий: Приходѩщиихъ на пѣниѥ въ цр҃кви хощемъ не въпльмь бещиньныимь творити. (ἀτάκτοις) КЕ XII, 63а; ѥгда же наидеть тебе напасть и прѣкословесиѥ. или раздражениѥ на кого двигноути ˫арость. помѩни… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
напълненыи — (14) прич. страд. прош. 1. Наполненный: ѥгда ѹзрить [дьявол] наполнена кораблѧ на(с) многоразлiчныхъ бл҃гоч(с)твы˫а добрыми (γέμον) ГА ХIII–XIV, 98в; едину кадь наполнену понести. ФСт ХIV, 198в; ины˫а цр҃кви наполнены быша. трѹбь˫а [в др. сп.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Максим I Киник — В Википедии есть статьи о других людях с именем Максим. Максим I Киник Μάξιμος Α΄ ο Κυνικός 34 й архиепископ Константинопольский начало лета 3 … Википедия
DEDICATIO — in Ecclesia Rom. dicitur dies festus Sancti alicuius, Ecclesiae vicanae Patroni, qui non ipsorum duntaxat vicanorum, sed etiam vicinorum pagensium concursu celebrari solet: unde Regiis olim securitatum privilegiis munitus legitur. LL. Eduardi… … Hofmann J. Lexicon universale
PURITANI — primitus in Anglia Colmanus, Buttonus, Halinghamus, Bensonus, aliique Ministri Verbi dicti sunt ab adversariis, qui sub Elizabetha Regina receptam in Ecclesia Anglicadisiplinam. Liturgiam et Episcoporum auctoritatem, in quaestionem revocare… … Hofmann J. Lexicon universale